βαρυποινίτης

βαρυποινίτης
ο (θηλ. βαρυποινίτισσα, η)
εκείνος που έχει καταδικαστεί σε βαριά ποινή (θάνατο ή ισόβια δεσμά).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + ποινή. Η λ. βαρυποινίτης μαρτυρείται το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς από τον Δ. Γκότση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βαρυποινίτης — ο θηλ. βαρυποινίτισσα αυτός που καταδικάστηκε σε βαριά ποινή, δηλ. σε θάνατο, ισόβια ή σε πολυετή φυλάκιση: Δραπέτευσεένας βαρυποινίτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”